- κρασπεδόομαι
- κρασπεδ-όομαι, [voice] Pass.,A to be bordered or edged,
ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκρασπέδωται — κρασπεδόομαι to be bordered perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)